επιβρέμω — ἐπιβρέμω (Α) 1. κάνω κάτι να ηχεί («τὸ δ [τὸ πῡρ] ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. αντηχώ, βουίζω 3. κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρέμω «ηχώ»] … Dictionary of Greek
ἐπιβρέμει — ἐπιβρέμω make to roar pres ind mp 2nd sg ἐπιβρέμω make to roar pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέβρεμον — ἐπιβρέμω make to roar imperf ind act 3rd pl ἐπιβρέμω make to roar imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρεμέτω — ἐπιβρέμω make to roar pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρέμεται — ἐπιβρέμω make to roar pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρέμοντες — ἐπιβρέμω make to roar pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέβρεμε — ἐπιβρέμω make to roar imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέβρεμεν — ἐπιβρέμω make to roar imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… … Dictionary of Greek